- προσεκκαλύπτω
- Α [ἐκκαλύπτω]αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω επί πλέον («ἡ δὲ τῶν Ῥωμαίων ἐπικράτεια... πλεῑόν τι προσεκκαλύπτει τῶν παραδεδομένων πρότερον», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλύπτω — (AM καλύπτω) 1. βάζω κάλυμμα πάνω σε κάτι ή γύρω από κάτι, σκεπάζω κάτι (α. «το καλοκαίρι πρέπει να καλύπτει κάποιος το κεφάλι του με καπέλο» β. «οὐδεὶς δὲ λύχνον ἅψας καλύπτει αὐτὸν σκεύει», ΚΔ) 2. περιβάλλω, σκεπάζω (α. «σύννεφα κάλυψαν τον… … Dictionary of Greek